- προσείκα
- Α(αττ. τ.) βλ. προσέοικα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεικάσας — προσεικά̱σᾱς , προσεικάζω make like fut part act fem acc pl (doric) προσεικά̱σᾱς , προσεικάζω make like fut part act fem gen sg (doric) προσεικά̱σᾱς , προσεικάζω make like fut part act fem acc pl (doric) προσεικά̱σᾱς , προσεικάζω make like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεικάμενοι — προσεικά̱μενοι , προσεικάζω make like fut part mid masc nom/voc pl (doric aeolic) προσεικά̱μενοι , προσεικάζω make like fut part mid masc nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεικάσαι — προσεικά̱σᾱͅ , προσεικάζω make like fut part act fem dat sg (doric) προσεικά̱σᾱͅ , προσεικάζω make like fut part act fem dat sg (doric) προσεικάζω make like aor inf act προσεικάσαῑ , προσεικάζω make like aor opt act 3rd sg προσεικάζω make like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεικάσαις — προσεικά̱σαις , προσεικάζω make like fut part act fem dat pl (doric) προσεικά̱σαις , προσεικάζω make like fut part act fem dat pl (doric) προσεικάζω make like aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) προσεικάζω make like aor opt act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέοικα — και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ. β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.) 2. φαίνομαι κατάλληλος,… … Dictionary of Greek